ὀκτάβλωμος, -ον (Α)(για άρτο) αυτός που αποτελείται από οκτώ βλωμούς, από οκτώ μπουκιές («ἄρτον δειπνήσας, τετράτρυφον, ὀκτάβλωμον», Ησίοδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + βλωμός «μπουκιά»].