ὀκτάβλωμος
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
English (LSJ)
ὀκτάβλωμον, consisting of eight pieces, ἄρτον τετράτρυφον ὀκτάβλωμον, an obscure conjunction of epithets, Hes.Op.442, cf. Philostr. Im.2.26.
German (Pape)
[Seite 317] achtbissig, ἄρτος, wahrscheinlich eine Art Brote, welche beim Backen durch Einschnitte in acht gleiche Teile getheilt waren, Hes. O. 444.
Russian (Dvoretsky)
ὀκτάβλωμος: βλωμός «кусок, ломоть»] состоящий из восьми долей (ἄρτος Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτάβλωμος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐξ ὀκτὼ τεμαχίων, ἄρτον τετράτρυφον, ὀκτάβλωμον, - σκοτεινὴ ἐπιθέτων συναφή, ἴδε Σχολιαστὰς ἐν τόπῳ, Ἠσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 440.
Greek Monolingual
ὀκτάβλωμος, -ον (Α)
(για άρτο) αυτός που αποτελείται από οκτώ βλωμούς, από οκτώ μπουκιές («ἄρτον δειπνήσας, τετράτρυφον, ὀκτάβλωμον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + βλωμός «μπουκιά»].
Greek Monotonic
ὀκτάβλωμος: -ον, αυτός που αποτελείται από επτά τεμάχια, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
ὀκτά-βλωμος, ον,
consisting of eight pieces, Hes.