ξυλοκάρπασον

Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

τό,

   A wood of flax, Gal.19.738.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοκάρπᾰσον: τό, τὸ ξύλον τοῦ λίνου, Γαλην. 13. 971.

Greek Monolingual

ξυλοκάρπασον, τὸ (Α)
το ξύλο του φυτού λίνον, του λιναριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κάρπασον «είδος φυτού»].