οκτάσφαιρος
Greek Monolingual
και οχτάσφαιρος, -η, -ο (Α ὀκτάσφαιρος, -ον)
αυτός που αποτελείται από οκτώ σφαίρες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το οκτάσφαιρο και οχτάσφαιρο
είδος φορητού όπλου του οποίου ο γεμιστήρας δέχεται οκτώ σφαίρες
αρχ.
(το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἠ ὀκτάσφαιρος και τὸ ὀκτάσφαιρον
σύστημα που αποτελείται από οκτώ σφαίρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οχτώ) + σφαῖρα.