ὀκτάκογχος, -ον (Μ)αυτός που έχει οκτώ κόγχες («ὀκτάκογχος ὑδάτων δοχεῑον», Λέων Μαγ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + κόγχη / κόγχος «μικρό μέτρο για υγρά»].