οκτάκογχος

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

ὀκτάκογχος, -ον (Μ)
αυτός που έχει οκτώ κόγχες («ὀκτάκογχος ὑδάτων δοχεῖον», Λέων Μαγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + κόγχη / κόγχος «μικρό μέτρο για υγρά»].