ὀκταετία

Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

ἡ,

   A = ὀκταετηρίς, Theo Sm.p.173 H., Procl.Par.Ptol.285 ; but ὀκτωετία in Ptol.Tetr.205.

German (Pape)

[Seite 317] ἡ, = ὀκταετηρίς, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκταετία: ἡ, ὀκταετηρίς, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 285.

Greek Monolingual

και οχταετία, η (Α ὀκταετία και ὀκτωετία) οκταετής
περίοδος οκτώ ετών, χρονικό διάστημα οκτώ ετών, αλλ. οκταετηρίδα.