ὀλιγοτόκος

Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

German (Pape)

[Seite 322] wenig, selten gebärend, Arist. H. A. 6, 17 part. an. 4, 10.

Greek Monolingual

-ο (Α ὀλιγοτόκος, -ον)
αυτός που γεννά λίγα τέκνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -τόκος (< τόκος < τίκτω). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].