[Seite 317] ίδος, fem. zu ὀκριόεις, ὀκρίδα φάραγγα, Aesch. Prom. 1018.
ὀκρίδοςadj. f.âpre, raboteux.Étymologie: DELG lat. ocris, cf. ἄκρος.
ὀκρίς, -ίδος, ό, ἡ (Α) όκριςαυτός που έχει πολλές προεξοχές, που έχει τραχεία επιφάνεια.