ὀκριόεις

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκριόεις Medium diacritics: ὀκριόεις Low diacritics: οκριόεις Capitals: ΟΚΡΙΟΕΙΣ
Transliteration A: okrióeis Transliteration B: okrioeis Transliteration C: okrioeis Beta Code: o)krio/eis

English (LSJ)

ὀκριόεσσα, ὀκριόεν, (ὄκρις)
A having many points or roughnesses, rugged, jagged, of unhewn stone, χερμάδιον, λίθος, μάρμαρος, Il.4.518, 8.327, 12.380, 16.735; χερμάς A.Th.300 (lyr.); χθών Id.Pr.283 (anap.); οὔρεα Nic.Th.470; also βέλος ὀ. Theoc.25.231 : metaph., of a Satyr's head, Nonn.D.14.137. (v. ὀκρυόεις sub fin.)

German (Pape)

[Seite 316] εσσα, εν, mit vielen hervorragenden Ecken u. Spitzen, eckig, scharf, rauh; χερμάδιον Il. 4, 518 (wie χερμάς Aesch. Spt. 282), – λίθος 8, 327, μάρμαρος 12, 380, πέτρος 16, 735, von Steinen, mit denen man wirst; ὀκριοέσσῃ χθονὶ τῇδε πελῶ Aesch. Prom. 281, vom felsigen, rauhen Kaukasus; einzeln bei sp. D., ὀκριόεσσα δ' ἐρείκετο νειὸς ὀπίσσω Ap. Rh. 3, 1330; ὀκριόεντι λίθῳ Archi. 24 (IX, 19), wie Paul. Sil. 51 (VI, 65) den Schleifstein nennt; es wird übrigens öfter mit ὀκρυόεις verwechselt.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
qui a des protubérances, âpre, raboteux.
Étymologie: ὄκρις.

Russian (Dvoretsky)

ὀκριόεις: όεσσα, όεν
1 с острыми углами (λίθος, χερμάδιον Hom.);
2 обрывистый, скалистый (χθών Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀκριόεις: εσσα, εν, (ὄκρις) ὁ ἔχων πολλὰς ἐξοχὰς καὶ ἀνώμαλον ἐπιφάνειαν, τραχύς, ἀνώμαλος. Παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. τοῦ ἀκατεργάστου λίθου, χερμάδιον, λίθος, πέτρος, μάρμαρος Ἰλ. Δ. 518, Θ. 327, Μ. 380, Π. 735· οὕτως, ὀκρ. χερμὰς Αἰσχύλ. Θήβ. 300· χθὼν ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 282· οὔρηα Νικ. Θ. 470· - ὡσαύτως, ὀκρ. βέλος Θεόκρ. 25. 231· - μεταφορ., ἐπὶ φαλακρᾶς κεφαλῆς, Νόνν. Δ. 14. 137. (Ἴδε ὀκρυόεις ἐν τέλ.) - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀκριόεν· τραχύ, σκληρόν, στερεόν, ὀργίλον».

English (Autenrieth)

εσσα, εν (ὄκρις, ἄκρος): having sharp points, jagged, rugged.

Greek Monolingual

ὀκριόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. (για ακατέργαστη πέτρα) αυτός που έχει πολλές εξοχές, που έχει ανώμαλη επιφάνεια, τραχύς («τῇ ῥ' ἐπὶ οἶ μεμαῶτα βάλειν λίθῳ ὀκριόεντι», Ομ. Ιλ.)
2. οξύς, αιχμηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκρις «ανώμαλη προεξοχή, τραχεία επιφάνεια» + κατάλ. -όεις (πρβλ. μητιόεις), για μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

ὀκριόεις: -εσσα, -εν (ὄκρῐς), αυτός που έχει πολλές αιχμές ή προεξοχές, τραχύς, οδοντωτός, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.

Middle Liddell

ὀκριόεις, εσσα, εν ὄκρις
having many points or roughnesses, rugged, jagged, Il., Aesch.