ολοκληρωμένος

Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
(παθ. μτχ. παρακμ. του ολοκληρώνω ως επίθ.) α) πλήρης, τελειωμένος
β) φρ. «ολοκληρωμένο κύκλωμα»
(ηλεκτρον.) συνδυασμός διασυνδεμένων μεταξύ τους ηλεκτρονικών συστατικών, όπως λ.χ. τρανζίστορ, αντιστάσεων κ.ά., τα οποία είναι κατασκευασμένα πάνω στο ίδιο μονοκρυσταλλικό υλικό με συγκεκριμένα στάδια κατασκευής που δημιουργούν έναν μεγάλο αριθμό ηλεκτρονικών διατάξεων.