ολοκληρώνω
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
(Μ ὁλοκληρῶ, -όω) ολόκληρος
συμπληρώνω κάτι που έχει ελλείψεις, καθιστώ κάτι πλήρες, τέλειο, ολόκληρο, αποτελειώνω.