ον,
A brought as a whole offering, θυσία Ph.1.668.
ὁλόκαρπος, -ον (Α) (για θυσία) αυτός που προσφέρεται πλήρης στον θεό ή στους θεούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + καρπός (πρβλ. πολύ-καρπος)].