Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὁλόκαρπος

From LSJ

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλόκαρπος Medium diacritics: ὁλόκαρπος Low diacritics: ολόκαρπος Capitals: ΟΛΟΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: holókarpos Transliteration B: holokarpos Transliteration C: olokarpos Beta Code: o(lo/karpos

English (LSJ)

ὁλόκαρπον, brought as a whole offering, θυσία Ph.1.668.

Greek Monolingual

ὁλόκαρπος, -ον (Α) (για θυσία) αυτός που προσφέρεται πλήρης στον θεό ή στους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + καρπός (πρβλ. πολύκαρπος)].