ολοκαυτώ

Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(I)
ὁλοκαυτῶ και ὁλοκαυστῶ, -έω (Α) ολόκαυτος
προσφέρω έμπυρη θυσία από ολομελή θύματα («ἐθύετο καὶ ὡλοκαύτει χοίρους τῷ πατρίῳ νόμῳ», Ξεν.).———————— (II)
ὁλοκαυτῶ, -όω (ΑΜ) ολόκαυτος
προσφέρω έμπυρη θυσία από ολομελή θύματα.