Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ὁλόκαρπος, -ον (Α) (για θυσία) αυτός που προσφέρεται πλήρης στον θεό ή στους θεούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + καρπός (πρβλ. πολύ-καρπος)].