ὁλόσχιστος

Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

ον,

   A cut out in one piece, Pl.Plt.279d, 280c.

German (Pape)

[Seite 327] ganz gespalten, Ggstz von σύνθετος, περικαλύμματα, Plat. Polit. 279 d.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόσχιστος: -ον, ὁ ὅλως ἀπεσχισμένος, Πλάτ. Πολιτ. 279C, 280C.

Greek Monolingual

ὁλόσχιστος, -ον (Α)
αυτός που έχει τελείως αποσχιστεί, ο εντελώς αποσχισμένος, («τῶν περικαλυμμάτων τὰ μὲν ὁλόσχιστα, σύνθετα δὲ ἕτερα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + σχιστός (< σχίζω), πρβλ. πολύ-σχιστος].