ὁλόσχιστος

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλόσχιστος Medium diacritics: ὁλόσχιστος Low diacritics: ολόσχιστος Capitals: ΟΛΟΣΧΙΣΤΟΣ
Transliteration A: holóschistos Transliteration B: holoschistos Transliteration C: oloschistos Beta Code: o(lo/sxistos

English (LSJ)

ὁλόσχιστον, cut out in one piece, Pl.Plt. 279d, 280c.

German (Pape)

[Seite 327] ganz gespalten, Gegensatz von σύνθετος, περικαλύμματα, Plat. Polit. 279 d.

Russian (Dvoretsky)

ὁλόσχιστος: рассеченный по всей длине, т. е. состоящий из одного куска, цельный (περικαλύμματα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόσχιστος: -ον, ὁ ὅλως ἀπεσχισμένος, Πλάτ. Πολιτ. 279C, 280C.

Greek Monolingual

ὁλόσχιστος, -ον (Α)
αυτός που έχει τελείως αποσχιστεί, ο εντελώς αποσχισμένος, («τῶν περικαλυμμάτων τὰ μὲν ὁλόσχιστα, σύνθετα δὲ ἕτερα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + σχιστός (< σχίζω), πρβλ. πολύσχιστος].