ολόφωτος

Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ὁλόφωτος, -ον)
γεμάτος φως, κατάφωτος, καταφωτισμένος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ολόφωτο
φυσ. φωτιστική συσκευή που όλο το φως της συλλέγεται με φακούς και κατευθύνεται με ανακλαστήρες προς ορισμένη κατεύθυνση.
επίρρ...
ολόφωτα
με πολύ φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + φῶς, φωτός (πρβλ. αυτό-φωτος)].