ὁλόστομος

Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

ον,

   A tempered all through, of an iron ring, PMag.Par.1.2961 ; σίδηρος Cyran.6.

Spanish

templado por completo

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο
ζωολ. χαρακτηρισμός του οστράκου τών γαστερόποδων μαλακίων που έχει στόμιο χωρίς εντομή.———————— (II)
ὁλόστομος, -ον (Α)
(για σιδερένιο δακτυλίδι) ο εξ ολοκλήρου στομωμένος, βαμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + στόμα.