ὁμόζωνος, -ον (Α)(για αστέρα) αυτός που βρίσκεται στην ίδια θέση με άλλον στον ουράνιο θόλο («ὁμόζωνα ζῴδια», Βέττ. Βάλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. μονό-ζωνος].