ὁμόζωνος

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόζωνος Medium diacritics: ὁμόζωνος Low diacritics: ομόζωνος Capitals: ΟΜΟΖΩΝΟΣ
Transliteration A: homózōnos Transliteration B: homozōnos Transliteration C: omozonos Beta Code: o(mo/zwnos

English (LSJ)

ὁμόζωνον, houses of the same heavenly body, ζῴδια Vett.Val.269.9, Paul.Al. E.3, Rhetor.inCat.Cod.Astr.8(4).124:—whence ὁμοζωνέω, Paul.Al. l.c.; ὁμο-ζωνία, ibid., Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).122.

German (Pape)

[Seite 334] sich in derselben Zone mit einem Andern befindend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόζωνος: -ον, ὁ ἐπὶ τῆς αὐτῆς ζώνης, ὅθεν ὁμοζωνέω, ὁμοζωνία, Παῦλ. Ἀλεξ.

Greek Monolingual

ὁμόζωνος, -ον (Α)
(για αστέρα) αυτός που βρίσκεται στην ίδια θέση με άλλον στον ουράνιο θόλο («ὁμόζωνα ζῴδια», Βέττ. Βάλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. μονόζωνος].