ομοιοπλατής
Greek Monolingual
ὁμοιοπλατής, -ές (Α)
αυτός που έχει το ίδιο πλάτος, ισοπλατής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -πλατής (< πλάτος), πρβλ. ισο-πλατής].
ὁμοιοπλατής, -ές (Α)
αυτός που έχει το ίδιο πλάτος, ισοπλατής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -πλατής (< πλάτος), πρβλ. ισο-πλατής].