ομοιοπλατής

From LSJ

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source

Greek Monolingual

ὁμοιοπλατής, -ές (Α)
αυτός που έχει το ίδιο πλάτος, ισοπλατής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -πλατής (< πλάτος), πρβλ. ισοπλατής].