ισοπλατής
From LSJ
τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?
Greek Monolingual
-ες (Α ἰσοπλατής, -ές)
ίσος κατά το πλάτος με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πλατής (< πλάτος), πρβλ. ετεροπλατής, ομοιοπλατής].