-η, -ο1. αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με έναν άλλο2. βιολ. αυτός που παρουσιάζει το φαινόμενο της ομοιοχρωμίας. επίρρ...ομοιόχρωμαμε το ίδιο χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -χρωμος (< χρώμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].