ομοιόθετος

Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει από ένα σημείο την ίδια απόσταση με ένα άλλο σώμα
2. φρ. «ομοιόθετα σχήματα»
μαθ. όρος της επιπεδομετρίας με τον οποίο δηλώνονται όμοια σχήματα τα οποία βρίσκονται με όμοιο τρόπο σε ένα επίπεδο, ως προς κάποιο σημείο του επιπέδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -θετος (< τίθημι), πρβλ. πρωτό-θετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Π. Χιώτη].