ομοφυλοφιλία

Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η ομοφυλόφιλος
σεξουαλική απόκλιση κατά την οποία ένα άτομο έλκεται από άτομο του ίδιου φύλου, απόκλιση που οδηγεί συνήθως, αλλά όχι πάντοτε, σε σωματική επαφή που κορυφώνεται με οργασμό.