Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ὀνοθήρας, ὁ, θηλ. ὀνόθουρις (Α)το φυτό νέριο ή ροδοδάφνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. και ονάγρα].