ὀνοθήρας

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνοθήρας Medium diacritics: ὀνοθήρας Low diacritics: ονοθήρας Capitals: ΟΝΟΘΗΡΑΣ
Transliteration A: onothḗras Transliteration B: onothēras Transliteration C: onothiras Beta Code: o)noqh/ras

English (LSJ)

ὁ, and ὀνόθουρις, ἡ, oleander, Nerium oleander, Thphr. HP 9.19.1, Dsc.4.117.

German (Pape)

[Seite 348] ὁ, zw. L. für οἰνοθήρας.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοθήρας: ὀνοθουρίς, ἴδε οἰνοθήρας.

Greek Monolingual

ὀνοθήρας, ὁ, θηλ. ὀνόθουρις (Α)
το φυτό νέριο ή ροδοδάφνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. και ονάγρα].