ὀνάγρα

Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

English (LSJ)

ἡ,

   A oleander, Nerium Oleander, Dsc.4.117, Paul.Aeg.7.3.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνάγρα: ἴδε ἐν λ. οἰνοθήρας.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀνάγρα)
το φυτό ροδοδάφνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + ἄγρα «κυνήγι». Το φυτό αυτό παραδίδεται και ως οἰνοθήρας (βλ. και λ. ονοθήρας)].