ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
ὀνοθήρας, ὁ, θηλ. ὀνόθουρις (Α)το φυτό νέριο ή ροδοδάφνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. και ονάγρα].