ονοθήρας

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source

Greek Monolingual

ὀνοθήρας, ὁ, θηλ. ὀνόθουρις (Α)
το φυτό νέριο ή ροδοδάφνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. και ονάγρα].