ὀνοστάσιον

Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

English (LSJ)

[ᾰ], τό, (ὄνος, στάσις)

   A ass-stall, Gloss.

German (Pape)

[Seite 350] τό, Eselstall, VLL.; auch ὀνόστασις wird angeführt.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοστάσιον: τό, (ὄνος, στάσις) στάβλος ὄνων, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὀνοστάσιον, τὸ (Μ)
στάβλος όνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -στάσιον (< -στάτης < ἵστημι), πρβλ. ὁπλο-στάσιον].