ὀνοστάσιον
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
[ᾰ], τό, (ὄνος, στάσις) ass-stall, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 350] τό, Eselstall, VLL.; auch ὀνόστασις wird angeführt.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοστάσιον: τό, (ὄνος, στάσις) στάβλος ὄνων, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὀνοστάσιον, τὸ (Μ)
στάβλος όνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -στάσιον (< -στάτης < ἵστημι), πρβλ. ὁπλοστάσιον].