ὀνειρόφρων

Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ,

   A versed in dreams and their interpretations, E.Hec.709.

German (Pape)

[Seite 346] sich auf Träume verstehend, Traumdeuter, Eur. Hec. 708.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνειρόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ νοῶν καὶ ἑρμηνεύων ὀνείρους, Εὐρ. Ἑκ. 708.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui comprend et interprète les songes.
Étymologie: ὄνειρος, φρήν.

Greek Monolingual

ὀνειρόφρων, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που καταλαβαίνει και ερμηνεύει τα όνειρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. πολεμό-φρων].