ο (Α ὀνηγός και δωρ. τ. ὀναγός)οδηγός όνου, ονηλάτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. πλο-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].