-η, -ο (Α ὀξυήκοος, και εσφ. γρφ. ὀξύκοος, -ον)αυτός που έχει οξεία ακοήαρχ.αυτός που έχει οξεία αντίληψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -ήκοος (< ἀκούω), πρβλ. αυτ-ήκοος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].