ὀξυήκοος
English (LSJ)
ον,
A quick of hearing : of quick perception, keen, αἴσθησις Pl.Ti.75b ; ἰχθύες Arist.HA534a6, cf. A.D.Synt.295.23.—In codd. sts. wrongly ὀξύκοος, ὀξυκοΐα : Comp. ὀξυηκοώτερος Luc.Pr.Im.20, Porph.Abst.3.8 : Sup. ὀξυηκοώτατος prob. l. in S.E.M.9.65, for ὀξυηκούστατος.
German (Pape)
[Seite 352] scharf, sein hörend; αἴσθησις, Plat. Tim. 75 b; Sp., wie Luc. Pro imag. 20; superl. ὀξυηκούστατος, S. Emp. adv. phys. 1, 65. – S. auch ὀξύκοος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀξυήκοος, και εσφ. γρφ. ὀξύκοος, -ον)
αυτός που έχει οξεία ακοή
αρχ.
αυτός που έχει οξεία αντίληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -ήκοος (< ἀκούω), πρβλ. αυτ-ήκοος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].