ὀξυόστρακος

Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

English (LSJ)

ον,

   A with a sharp shell, Luc.Lex.13.

German (Pape)

[Seite 353] mit spitzer, scharfer Schale, Luc. Lexiph. 13.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξυόστρᾰκος: -ον, ὁ ἔχων ὀξὺ ὄστρακον, Λουκ. Λεξιφ. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux écailles pointues, tranchantes.
Étymologie: ὀξύς, ὄστρακον.

Greek Monolingual

ὀξυόστρακος, -ον (Α)
αυτός που έχει οξύ όστρακο, αιχμηρή επιφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + ὄστρακον.