οπουδήποτε

Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(Α ὁπουδήποτε)
επίρρ. σε οποιονδήποτε τόπο, σε οποιοδήποτε μέρος ή σημείο, όπου και αν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπου + αορστλ. μόριο δήποτε (πρβλ. οπωσ-δήποτε)].