[Seite 365] ἡ, das Verderben des Obstes, der Früchte, Sp.
ὀπωροφθισία: ἡ, τὸ τέλος, ἡ λῆξις τῶν ὀπωρῶν, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.
ὀπωροφθισία, ἡ (Μ)το τέλος της εποχής της οπώρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + φθίσις (< φθίνω) κατά τα θηλ. σε -ία].