ορειχαλκίτης

Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
(ορυκτολ.) ανθρακικό ορυκτό του υδροξειδίου του ψευδαργύρου και του χαλκού, αλλ. αουριχαλκίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. aurichalcite < λατ. aurichalcum / orichalcum < αρχ. ὀρείχαλκος. Η γρφ. της λ. με -au- αντί -ο- οφείλεται στην παρετυμολ. σύνδεση της λ. orichalcum με το λατ. aurum «χρυσός»].