ορθογνώμων
Greek Monolingual
ὀρθογνώμων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που σκέπτεται και κρίνει ορθά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρο-γνώμων.
ὀρθογνώμων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που σκέπτεται και κρίνει ορθά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρο-γνώμων.