ὀρνιθεία

Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

English (LSJ)

ἡ,

   A observation of the flight or cries of birds for divination, = Lat. auspicium, Plb.6.26.4.    2 = ὀρνιθευτική, Poll.7.139.

German (Pape)

[Seite 383] ἡ, der Vogelsang. – Auch die Beobachtung des Fluges u. der Stimmen der Vögel, um daraus zu weissagen, Pol. 6, 26, 4 Plut. Lycurg. 18.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνῑθεία: ἡ, (ὀρνιθεύομαι) παρατήρησις, ἐπισκόπησις τῆς πτήσεως ἢ τῶν κραυγῶν τῶν πτηνῶν πρὸς μαντείαν, Πολύβ. 6. 26, 4.

Greek Monolingual

ὀρνιθεία, ἡ (Α) ορνιθεύομαι
1. παρατήρηση του πετάγματος ή της κραυγής τών πτηνών με σκοπό τη συναγωγή προβλέψεων για το μέλλον, ορνεοσκοπία
2. η τέχνη του κυνηγιού πτηνών.