ὀρνιθεύω (Α) [[όρνις, -ιθος]]1. ασχολούμαι με το κυνήγι πτηνών2. μέσ. ὀρνιθεύομαιπαρατηρώ το πέταγμα ή την κραυγή πτηνών προκειμένου να μαντέψω το μέλλον.