ορκοπάτης

Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
αυτός που παραβαίνει τον όρκο του, επίορκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όρκος + -πάτης (< πατώ), πρβλ. νυχτο-πάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1832 στον Αδ. Κοραή].