επίορκος
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπίορκος, -ον)
αυτός που δίνει ψεύτικους όρκους («καίτοι σφόδρα γ’ εἴσ’ ἐπίορκοι», Αριστοφ.)
μσν.- νεοελλ.
αυτός που πάτησε τον όρκο του («ἐπάτησες τὸν ὅρκο σου... κ’ εἶσαι ἄπιστος, ἐφίορκος, στὸν λιζιόν σου, ἀφέντη», Χρον. Mop.)
αρχ.
1. αυτός που βεβαιώθηκε ψεύτικα με όρκο («εἰ δέ τι τῶνδ’ ἐπίορκον ἐμοὶ θεοὶ ἄλγεα δοῖεν», Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ. στη φράση) «ἐπίορκον ὄμνυμι» — δίνω ψεύτικο όρκο, ορκίζομαι ψευδώς.
επίρρ...
ἐπιόρκως
με ψεύτικο όρκο, με τρόπο επίορκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λόγω της ευρείας διαδόσεως του ρ. επιορκώ υποστηρίχθηκε ότι το (αρχαίο μεν, αλλά σπανιότερο) επίορκος δεν είναι το αρχικό, αλλά είναι υποχωρητικός (από το ρήμα) σχηματισμός. Επομένως, επίορκος < επιορκώ < επί + όρκος (πρβλ. επιθυμώ - θυμός, επιχειρώ - χειρ). Κατ’ άλλους, η ομηρική φρ. «επίορκον ομόσσαι» (απ’ όπου το επιορκώ) αποτελεί εσφαλμένη ερμηνεία του επικ. «επί δ’ όρκον ομόσσαι» «προσθέτω επί πλέον έναν όρκο». Σύμφωνα, τέλος, με άλλη υπόθεση, επίορκος είναι ο επί όρκῳ < βας > με βάση το χωρίο του Αρχιλόχου «εφ’ ορκίοις έβη»].