A v. ὀρχηστικός.
[Seite 390] den Tänzer betreffend, ἑταῖραι, Tänzerinnen, Ath. XII, 531 c.
-ή, -όσχετικός με την ορχήστρα («ορχηστρικό κομμάτι»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ορχήστρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Α. Ν. Πετσάλη].