ορχήστρα

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

η (Α ὀρχήστρα) (στο αρχ. θέατρο) ισόπεδος ημικυκλικός ή κυκλικός χώρος, προορισμένος για τον χορό
νεοελλ.
1. ο μεταξύ της σκηνής και της πλατείας χώρος του θεάτρου ο οποίος είναι προορισμένος για τους μουσικούς
2. ενόργανο σύνολο ποικίλου μεγέθους και ποικίλης σύνθεσης (α. «ελαφρά ορχήστρα» β. «ορχήστρα δωματίου» γ. «συμφωνική ορχήστρα» δ. «ορχήστρα λαϊκών οργάνων»)
3. συγχορδία («στου οργάνου την ορχήστρα η μουσική η μεθύστρα ταράζεται», Παλαμ.)
αρχ.
1. μέρος της αγοράς τών Αθηνών («ἃ ἔξεστι... δραχμῆς ἐκ τῆς ὀρχήστρας πριαμένους Σωκράτους καταγελᾱν», Πλάτ.)
2. μτφ. τόπος όπου διεξάγεται πόλεμος, θέατρο μάχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρχησ- του ὀρχοῦμαι «χορεύω», πρβλ. απρμφ. αορ. ὀρχήσ-ασθαι + επίθημα -τρα (πρβλ. παλαίστρα)].