οστεολατυποπαγής

Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ές
φρ. «οστεολατυποπαγές πέτρωμα» ή απλώς «το οστεολατυποπαγές»
(πετρογρ.) πέτρωμα συνιστάμενο από λατύπες ασβεστολίθου και από θραύσματα οστών και δοντιών σπονδυλοζώων τα οποία είναι συγκολλημένα με ορυκτή συνδετική ύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + λατυποπαγής].